- ἀπρόσδεικτος
- ἀπρόσδεικτοςnot to be pointed outmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιόφρων — οἰόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ πιὰς πέτρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό φρων] … Dictionary of Greek